- δεκαδικός
- décimal
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
δεκαδικός — of the masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκαδικός — ή, ό (AM δεκαδικός, ή, όν) [δεκάς] αυτός που ανήκει ή προσιδιάζει στη δεκάδα ή αποτελείται από δεκάδες νεοελλ. φρ. 1. «δεκαδικός αριθμός» αριθμός που αποτελείται από ακέραιο και δεκαδικό κλάσμα, κλάσμα δηλ. το οποίο παριστάνει ένα ορισμένο πλήθος … Dictionary of Greek
δεκαδικός αριθμός — Κάθε ρητός αριθμός ρ που γράφεται με τη μορφή: όπου α ακέραιος και Ψν | ν = 1, 2, … κ, ψηφία. Τα Ψν | ν = 1, 2, … κ ονομάζονται δεκαδικά ψηφία και ο αριθμός α ακέραιο μέρος του αριθμού. Ως δ.α. μπορούν να παρασταθούν μόνο οι ρητοί που η… … Dictionary of Greek
δεκαδικός — ή, ό 1. αυτός που αποτελείται από δεκάδες. 2. αυτός που διαιρείται ή υποδιαιρείται σε δεκάδες: Δεκαδικό μετρικό σύστημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δεκαδικά — δεκαδικός of the neut nom/voc/acc pl δεκαδικά̱ , δεκαδικός of the fem nom/voc/acc dual δεκαδικά̱ , δεκαδικός of the fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκαδικῶν — δεκαδικός of the fem gen pl δεκαδικός of the masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκαδικόν — δεκαδικός of the masc acc sg δεκαδικός of the neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκαδικοί — δεκαδικός of the masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκαδικούς — δεκαδικός of the masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκαδικῆς — δεκαδικός of the fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκαδικῶς — δεκαδικός of the adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)